- σάματα
- σά̱ματα , σῆμαsignneut nom/voc/acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαματάς — ο (λ. τουρκ.), θόρυβος, φασαρία, κραυγές: Αυτοί οι μαθητές κάνουν μεγάλο σαματά μέσα στην αίθουσα. – Γινόταν μεγάλος σαματάς και δεν ακούγαμε τίποτε. – Αυτός ο νέος όλο σαματάδες είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)